ἀναπόδοτος — not given back masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπόδοτος — η, ο 1. αυτός που δεν αποδόθηκε, δεν επιστράφηκε: Το βιβλίο που του δωσα μένει αναπόδοτο. 2. αυτός που δεν μπορεί να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα: Η φράση αυτή είναι αναπόδοτη στα ελληνικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναποδότως — ἀναπόδοτος not given back adverbial ἀναπόδοτος not given back masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόδοτον — ἀναπόδοτος not given back masc/fem acc sg ἀναπόδοτος not given back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποδότοις — ἀναπόδοτος not given back masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποδότους — ἀναπόδοτος not given back masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποδότων — ἀναπόδοτος not given back masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόδοτα — ἀναπόδοτος not given back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόδοτοι — ἀναπόδοτος not given back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγύριστος — η, ο 1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν γυρίσει, να τόν περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος 2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε 3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek